- εμφορούμαι
- (-έομαι) (AM ἐμφοροῡμαι και ἐμφορῶ)μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι)αρχ.-μσν.είμαι γεμάτος από κάτι, κάνω υπερβολική χρήση ενός πράγματος («ἐνεφοροῡντο τῶν κατ' ὀλιγαρχίας λόγων», Διον. Αλ.)μσν.χορταίνω, γεμίζω το στομάχιαρχ.1. εισάγω, φέρνω μέσα2. παθ. οδηγούμαι, μεταφέρομαι μέσα σε κάτι3. εισάγω, χύνω, γεμίζω4. προκαλώ, επιφέρω, εντείνω5. επισωρεύω πάνω σε κάτι, επιρρίπτω στο πρόσωπο κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.